ψηφοδόχος — ο, Ν αυτός που δέχεται τις ψήφους («ψηφοδόχος κάλπη» κιβώτιο στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τις ψήφους ή τα ψηφοδέλτια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος)] … Dictionary of Greek
άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
κήτιον — κήτιον, τὸ (Α) 1. είδος άγριου πράσου που χρησιμοποιούνταν ως εμετικό 2. (κατά τον Ησύχ.) κληρωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήθιον (< κηθίς* «ψηφοδόχος») με απώλεια τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
κηθίς — κηθίς, ίδος, ἡ (Α) αγγείο στο οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι, κάλπη, κληρωτίδα, ψηφοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με μυκηναϊκό kati «είδος αγγείου με μικρές λαβές»] … Dictionary of Greek
κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… … Dictionary of Greek
κληρωτίδα — η (Α κληρωτίς, ίδος) κάδος ή κιβώτιο ή δοχείο στο οποίο τοποθετούνται και ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση, ψηφοδόχος κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής] … Dictionary of Greek
λυχνείο — το (Α λυχνεῑον) [λύχνος] λυχνοστάτης αρχ. στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετούνταν η ψηφοδόχος κάλπη … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek